μηχανοποιος

μηχανοποιος
    μηχανοποιός
    μηχᾰνο-ποιός
    ὅ
    1) механик, инженер Plat., Xen., Plut.
    2) (театральный) машинист Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μηχανοποιος" в других словарях:

  • μηχανοποιός — maker of engines masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανοποιός — ο (Α μηχανοποιός) νεοελλ. αυτός που κατασκευάζει μηχανές, ο μηχανουργός αρχ. 1. αυτός που κατασκευάζει πολεμικές μηχανές 2. ο μηχανικός τού θεάτρου 3. μτφ. δράστης ή αίτιος μιας κατάστασης από δική του επίνοια και ενέργεια 4. φρ. «μηχανοποιὸν… …   Dictionary of Greek

  • μηχανοποιοί — μηχανοποιός maker of engines masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανοποιούς — μηχανοποιός maker of engines masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανοποιέ — μηχανοποιός maker of engines masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανοποιῷ — μηχανοποιός maker of engines masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανοποιόν — μηχανοποιός maker of engines masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • μηχανοποιία — μηχανοποΐα, ἡ (Α) [μηχανοποιός] 1. η τέχνη τού μηχανοποιού 2. η κατασκευή πολεμικών μηχανών …   Dictionary of Greek

  • μηχανοποιείο — το εργοστάσιο κατασκευής μηχανών, μηχανουργείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»